πουδίγγα

πουδίγγα
η, Ν
βλ. πουτίγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πουτίγγα — και πουντίγγ και πουδίγγα, η, Ν είδος γλυκίσματος που παρασκευάζεται κυρίως από αλεύρι, αβγά, ζάχαρη και σταφίδες και γενικά κάθε έδεσμα με σχετικά μαλακή και ομογενή υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pudding] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”